- λουφές
- οπληθ. -έδες (λ. τουρκ.)1. ο μισθός που έπαιρναν στην τουρκοκρατία οι αρματολοί.2. φιλοδώρημα: Βγάζει πολλά λεφτά από τους λουφέδες.3. μτφ., δωροδοκία: Για να εξυπηρετήσει ζητάει λουφέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.